- αντίθημα
- ἀντίθημα, το (Α) [αντιτίθημι]η τελευταία προσθήκη σε μια οικοδομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίθεμα — το (Α ἀντίθεμα) νεοελλ. μουσ. μελωδική γραμμή σε αντιστρέψιμη αντίστιξη μετά το θέμα τής φούγκας αρχ. το ἀντίθημα* … Dictionary of Greek